στηστό

στηστό
το, Ν
βλ. στητός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στητός — ή, ό, Ν [στήνω] 1. όρθιος και ακίνητος, ευθυτενής, ντούρος 2. (για στήθος ή θώρακα) προτεταμένος, σφριγηλός 3. μτφ. καμαρωτός 4. το ουδ. ως ουσ. το στητό και στηστό είδος παιχνιδιού. επίρρ... στητά κατά τρόπο στητό …   Dictionary of Greek

  • στητός — ή, ό επίρρ. ά 1. όρθιος, ευθυτενής: Έχει στητό κορμί. 2. ως ουσ., στητό, το και στηστό, το είδος παιχνιδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”